διείσδυσις

διείσδυσις
διείσ-δῠσις, εως, ,
A passing through, Id.in Cat.5.33.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • διείσδυσιν — διείσδυσις passing through fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διείσδυση — η (AM διείσδυσις) [διεισδύω] το να διεισδύσει κάποιος κάπου νεοελλ. 1. εμβάθυνση 2. η αυτόματη ανάμιξη αερίων ή ρευστών με διαφορετικό ειδικό βάρος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”